- Πολυνείκους
- Πολυνείκηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνοσπάρακτος — κυνοσπάρακτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από σκυλιά («ἔνθ ἔκειτο νηλεὲς κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπαράσσω] … Dictionary of Greek
νέκυς — νέκυς, υος, λακων. τ. νέκυρ (Α) 1. νεκρός, πτώμα, λείψανο («τὸν δ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν», Σοφ.) 2. στον πληθ. οἱ νέκυες τα πνεύματα, οι ψυχές τών νεκρών, οι νεκροί που κατοικούν στον Άδη 3. ως επίθ. πεθαμένος, αυτός που στερήθηκε τη… … Dictionary of Greek
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek